- κρίνα
- κρίνα, ἡ (Μ)κρίνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνος με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρίνα — κρίνᾱ , κρίνον white lily neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) κρίνον white lily neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῖνα — κρίνω separate aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρίνω — κρινα, κρίθηκα, κριμένος, με ερωτήσεις προσπαθώ να εξακριβώσω την αλήθεια: Ανακρίθηκε κοντά τρεις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρίν' — κρίνα , κρίνον white lily neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κρίνινος — η, ο (Α κρίνινος, ίνη, ον) [κρίνος] 1. παρασκευασμένος από κρίνα 2. (το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη τής λ. μύρον) κρίνινον μύρο από κρίνα … Dictionary of Greek
Diafana Krina — on a live gig, July 2007 Background information Origin Greece Genres … Wikipedia
MENSIS — ex metior, quasi numerus dierum mensus: vel ex Graeco μὴν, ἀπὸ τῆς Μήνης, i. e. Luna, dictus, inter Numina Gentilium, vide supra Menis: proprie spatium illud est, quô Luna Signiferum percurrit, et eôdem, unde instituit cursum, revertitur: Cui… … Hofmann J. Lexicon universale
κρινέλαιον — κρινέλαιον, τὸ (Μ) έλαιο που εξάγεται από κρίνα … Dictionary of Greek
κρινόμυρον — κρινόμυρον, τὸ (Α) μύρο από κρίνα … Dictionary of Greek